- φιλαργυρίας
- φιλαργυρίᾱς , φιλαργυρίαlove of moneyfem acc plφιλαργυρίᾱς , φιλαργυρίαlove of moneyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
The Ladder of Divine Ascent — or Ladder of Paradise (Κλίμαξ; Scala or Climax Paradisi ) is an important work for monasticism in Eastern Christianity, composed by John Climacus in ca. AD 600, at the request of John, Abbot of Raithu, a monastery situated on the shores of the… … Wikipedia
λιμοκίμβιξ — λιμοκίμβιξ, ικος, ό, ἡ (Α) αυτός που πεθαίνει τής πείνας από στέρηση λόγω φιλαργυρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κίμβιξ, ικος «φειδωλός, τσιγγούνης»] … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
φιλαργυρία — η, ΝΜΑ [φιλάργυρος] υπερβολική αγάπη για τα χρήματα, φιλοχρηματία, τσιγκουνιά (α. «τόν έφαγε η φιλαργυρία του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ. γ. «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ… … Dictionary of Greek
Βεντράμος, Τζάνες — (16ος αι.). Στιχουργός από το Ναύπλιο. Πολλοί μελετητές τον θεωρούν ιταλικής καταγωγής, από μητέρα Ελληνίδα. Ο Β., που ήταν έμπορος, έγραφε στιχουργήματα με διδακτικό περιεχόμενο. Ένα από αυτά, η Ιστορία των γυναικών των καλών και των κακών… … Dictionary of Greek
Μάρθα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ήταν αδελφή του Λάζαρου και της Μαρίας, καθώς και μαθήτρια του Ιησού. Το όνομά της αναφέρεται τρεις φορές στα ευαγγέλια του Λουκά και του Ιωάννη. Αντίθετα με την Καθολική Εκκλησία, όπου επικρατεί η… … Dictionary of Greek
Μαριάμνη — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε επί Σαβωρίου μαζί με τις μοναχές Θέκλα, Μαρία, Μάρθα και Ενναθά. Σφαγιάστηκαν από τον πνευματικό τους πατέρα, ιερέα Παύλο, ο οποίος είχε απαρνηθεί τον χριστιανισμό λόγω της φιλαργυρίας του.… … Dictionary of Greek
Οσμάν — I Ο τρίτος μουσουλμάνος χαλίφης. Αναφέρεται και με το όνομα Οσμάν ιμπν Αφάν, συγγενής και γαμπρός του ιδρυτή της μουσουλμανικής θρησκείας Μωάμεθ. Στην εποχή του διωγμού του Μωάμεθ κατέφυγε με τη σύζυγό του στην Αιθιοπία, και ξαναγύρισε στη Μέκκα… … Dictionary of Greek